- εργασμένος
- η , ο сделанный; обработанный;
δεν είναι καλά εργασμένο αυτό το φόρεμα — это платье плохо сшито
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δεν είναι καλά εργασμένο αυτό το φόρεμα — это платье плохо сшито
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐργασμένος — ἐργάζομαι work perf part mp masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμωτός — ή, ό [κάνω] 1. εργασμένος, φτιαχτός, καμωμένος 2. αυτός που δεν υπάρχει εκ φύσεως, χειροποίητος … Dictionary of Greek